διερωτώμαι

διερωτώμαι
(AM διερωτῶ, -άω)
νεοελλ.
απορώ, αναρωτιέμαι
αρχ.-μσν.
1. ερευνώ, ανακρίνω
2. ρωτώ με επιμονή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυαμάζομαι — 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, παραξενεύομαι, διερωτώμαι, απορώ 2. παροιμ. α) «θυαμάζεται τον κάβουρα που περπατάει πισόκωλα» λέγεται για τον τεμπέλη που σπαταλάει άσκοπα τον χρόνο του β) «όπου δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θυαμάστηκε» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • αναρωτώ — αναρώτησα, αναρωτήθηκα, αναρωτημένος 1. ρωτώ επανειλημμένα: Τον αναρωτούσε πού πήγε και τι έκανε τα χρόνια που έλειπε. 2. το μέσ., αναρωτιέμαι διερωτώμαι: Αναρωτιόταν γιατί ο παλιός του φίλος τον απόφευγε τελευταία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”